διατονικός — ή, ό (μουσ.), χαρακτηριστικός όρος της σχέσης ανάμεσα σε γειτονικούς φθόγγους μέσα στη μείζονα και ελάσσονα κλίμακα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
διατονικά — διατονικός neut nom/voc/acc pl διατονικά̱ , διατονικός fem nom/voc/acc dual διατονικά̱ , διατονικός fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διατονικῶν — διατονικός fem gen pl διατονικός masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διατονικόν — διατονικός masc acc sg διατονικός neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διατονικοῖς — διατονικός masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διατονικοῦ — διατονικός masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διατονικῇ — διατονικός fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διατονική — διατονικός fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διατονικήν — διατονικός fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διατονικῶς — διατονικός adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)