διατονικός

διατονικός
-ή, -ό (AM διατονικός, -ή, -όν) [διάτονος]
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο διατονικό ή στο διάτονο*
2. μουσικός όρος που χαρακτηρίζει τις σχέσεις μεταξύ γειτονικών φυσικών φθόγγων στη μείζονα και ελάσσονα κλίμακα, αντίθετα από τη χρωματική κλίμακα
αρχ.
διάτονος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • διατονικός — ή, ό (μουσ.), χαρακτηριστικός όρος της σχέσης ανάμεσα σε γειτονικούς φθόγγους μέσα στη μείζονα και ελάσσονα κλίμακα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • διατονικά — διατονικός neut nom/voc/acc pl διατονικά̱ , διατονικός fem nom/voc/acc dual διατονικά̱ , διατονικός fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διατονικῶν — διατονικός fem gen pl διατονικός masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διατονικόν — διατονικός masc acc sg διατονικός neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διατονικοῖς — διατονικός masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διατονικοῦ — διατονικός masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διατονικῇ — διατονικός fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διατονική — διατονικός fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διατονικήν — διατονικός fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διατονικῶς — διατονικός adverbial …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”